Οικονόμου Στάθης (1926 - 2010)
Ο Λαϊκός ζωγράφος Στάθης Οικονόμου γεννήθηκε στο Κατηχώρι Πηλίου και είναι ό τελευταίος ζωγράφος της μεγάλης σειράς τών λαϊκών ζωγράφων πού έζησαν στήν περιοχή αύτή. Μη ξεχνάμε πώς στά ίδια αύτά χώματα έδρασε επί τρεις περίπου δεκαετίες ό Θεόφιλος, άφήνοντας πίσω του αμέτρητο πλήθος τοιχογραφιών και φορητών εικόνων.
Γιά κείνους πού είχαν μιά καλλιτεχνική προδιάθεση, τό πέρασμα του Θεόφιλου στάθηκε αφορμή γιά εξωτερίκευση τών καλλιτεχνικών τους παρορμήσεων. 'Ετσι, παρά τή μεγάλη διαφορά στο έργο του Θεόφιλου και του Οικονόμου, θά πρέπει νά τούς τοποθετήσουμε και τούς δυο στο ίδιο αυτό κλίμα τής έλληνικής λαϊκής ζωγραφικής πού δέν έπαψε νά θερμαίνεται στήν περιοχή αυτή τής Θεσσαλίας.
Ο αυτοδίδακτος Οικονόμου είναι σήμερα καθιερωμένος λαϊκός ζωγράφος. 'Ηδη έχει αναγνωριστεί και στο εξωτερικό. Γνωστή γκαλερί τοϋ Μονάχου ανέλαβε νά τον παρουσιάσει στις πόλεις τής Γερμανίας και 'Αμερικής. Η πορεία του Στάθη Οικονόμου δε στάθηκε εύκολη. Στο χωριό ξεκίνησε ζωγραφίζοντας τις φιγούρες του Καραγκιόζη. Σιγά - σιγά ο κόσμος τών παραμυθιών πού άκουγε άπ' τούς γεροντότερους, οί παλιές ιστορίες και οί μύθοι άπ' τήν περιοχή τοϋ Πηλίου, άρχισαν νά γίνονται τά θέματα τής ζωγραφικής του.
Τό 1952 στάθηκε γιά τον Οικονόμου ενας μεγάλος σταθμός άφησε τή γαλήνια ζωή του Κατηχωρίου κι' εγκαταστάθηκε στο κέντρο της Αθήνας (Φωκίωνος Νέγρη), όπου δημιούργησε τό ατελιέ του μαζί με κατάστημα πωλήσεως ειδών λαϊκής τέχνης. Τήν εποχή εκείνη τό μάτι του Αθηναίου, ακόμη και του φιλότεχνου, δεν είχε εξασκηθεί στήν παρατήρηση και κατανόηση της «πρωτόγονης» και «αφελούς» αυτής ζωγραφικής.
'Ετσι τά έργα του Οικονόμου ήταν μιά «δοκιμασία» για τον καλλιτεχνικό και μη κόσμο τής 'Αθήνας πού εβλεπε ενα ζωγράφο να σχεδιάζει και να χρωματίζει «σαν παιδί». Αλλά ο Οικονόμου δεν είναι από κείνους πού δεν ξέρουν να περιμένουν.
Σιγά - σιγά άρχισε να συμμετέχει σε διάφορες ομαδικές εκθέσεις (έκθεση λαϊκών καλλιτεχνών 1966 στην «"Αστορ», Πανελλήνιες Ζαππείου 1967, 1969, κλπ.), ώσπου στά 1970 (9—21 Φεβρουαρίου), με τήν πρώτη του ατομική εκθεση στή γκαλερί «Στοά Τέχνης», ήρθε η καθιέρωση. 'Ακολούθησε μιά δεύτερη ατομική το Μάη του 1972 στήν ίδια γκαλερί πού επιβεβαίωσε το ταλέντο του Οικονόμου. 'Ηταν άλλωστε η εποχή τής αναγνώρισης (και διεθνώς) τής απλοϊκής (ναΐφ ή πριμιτίφ), λαϊκής ζωγραφικής, τής ζωγραφικής πού ασκείται από αύτοδίδακτους ζωγράφους πού δεν έχουν νοθευτεί απ' τις διδασκαλίες τών διάφορων 'Ακαδημιών. Ο κόσμος κουρασμένος άπ' τον τεχνοκρατικό πολιτισμό και τά δημιουργήματά του, εσπευδε ν' αγκαλιάσει κάθε γνήσια και ανόθευτη δημιουργία από ανθρώπους με μεράκι, από ανθρώπους πού έκφραζαν τον εαυτό τους και όχι τις ξενόφερτες σχολές. 'Αλλωστε ο Οικονόμου ήταν γνήσιος εκφραστής αυτής τής τέχνης πού ήταν δεμένη με τις γνήσιες παραδόσεις του αγροτικού του περιβάλλοντος.
Στά εργα του Οικονόμου βλέπουμε αναπαραστάσεις γάμων στο Πήλιο, λαϊκές αγορές, γεωργούς στο χωράφι τους. 'Αλλοτε τό δικαστήριο συνεδριάζει στο ύπαιθρο, ανάμεσα στά «αμφισβητούμενα» χωράφια τών διαδίκων, ενώ άλλοτε, τα παιδιά υψώνουν το χαρταετό στα πλατώματα του χωριού τήν Καθαρά Δευτέρα. 'Ολα αυτά αποδίδονται με σπάνια ευαισθησία κι' αύθορμητισμό, με μιά παιδική θά λέγαμε φαντασία κι εφευρετικότητα. Τα χρώματά του είναι φυσικά, οι συνθέσεις ανεπιτήδευτες και χαριτωμένες στήν απλοϊκότητά τους. Πιο λαϊκή δράση και ανεπιτήδευτη έκφραση τών παιδικών βιωμάτων δε θα μπορούσε ίσως να υπάρξει. Γι' αυτό η περίπτωση Οικονόμου θά μπορούσε να θεωρηθεί σταθμός όχι μόνο στή θεσσαλική άλλά γενικότερα στήν ελληνική λαϊκή εικονογραφία.
Περσεφόνη Ζωϊτοπούλου και Στάθης Οικονόμου
1973
Στάθης και Κώστας Οικονόμου, 1961